"Ήκουσες τα μαντάτα,
που ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου'δωκε ν' ανιμένω,
κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.
Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.
"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.''
Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου